Tuesday, October 15, 2013

Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα νησιά

(Μετά το post "Το δέντρο που αγάπησα" (σε ένα νησί), ο άνθρωπος που αγαπούσε τα νησιά).

Από καιρό ήθελα να το αγοράσω. Με "κολλούσε" μόνο το ότι το έβρισκα στην κατηγορία "Παιδικά". Σήμερα, όμως, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο πέφτοντας, πάνω σε μια (καταπληκτική) έκδοση του '89, των εκδόσεων Gutenberg, δεν αντιστάθηκα άλλο. Άλλωστε από τον τίτλο και μόνο πίστευα ότι μέσα στο βιβλίο θα βρω τον εαυτό μου. "Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα νησιά". Ε, τι άλλο ήθελα; Τελικά αντί για τον εαυτό μου βρήκα την φίλη μου τη Μαρία και την θεωρία της. Το διάβασα κι ενθουσιάστηκα. Και για άλλη μια φορά μου θύμισε τόσο μα τόσο το Στάλκερ. Το νησί των επιθυμιών... Το νησί, πού όλοι το έχουμε κάπου χωμένο στον εγκέφαλό μας, κάποιοι το ξέρουν και το αναζητούν, κάποιοι δεν το έχουν πάρει καν χαμπάρι, κάποιοι το αγνοούν και το καταπιέζουν and so the story goes...

Και δεν έχω τίποτε άλλο να διηγηθώ γι' αυτό το βιβλίο πέρα από το να παραθέσω 2 αποσπάσματα ώστε να αναρωτηθείτε κι εσείς μαζί μου τι διάολο πήγε στραβά και αυτό το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία "Παιδικά-Νεανικά".




«Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που αγαπούσε τα νησιά. Σε νησί είχε γεννηθεί κι αυτός, αλλά το δικό του δεν του άρεσε. Ήταν πολύ μεγάλο: πολυκοσμία, συνωστισμός. Φασαρία. Ήθελε, λοιπόν, ένα νησί καταδικό του. Όταν λέμε καταδικό του, δεν εννοούμε ότι ήθελε να είναι ολομόναχος στο νησί του, αλλά πώς να το κάνουμε, ήθελε το νησί να του ανήκει, να είναι ο δικός του κόσμος.
Όταν ένα νησί είναι πολύ μεγάλο, τι να το κάνεις; Τι διαφέρει, ας πούμε, από μια ήπειρο; Για να νιώθεις ότι είναι νησί, πρέπει αυτό να είναι πολύ-πολύ μικρό.
[…]
Παράξενο! Απ’ το μικρό νησί περνούσες ξαφνικά στις σκοτεινές εκτάσεις του χρόνου, εκεί που σε πολιορκούν και σε τρομάζουν όλες οι φευγάτες, αέρινες ψυχές του παρελθόντος. Και τότε το γήινο νησί σου μικραίνει και ζαρώνει, χάνεται, κι εσύ, χωρίς να ξέρεις πώς, έχεις φύγει απ’ αυτό κι έχεις πετάξει στο μεγάλο, το βαθύ κι απέραντο μυστήριο του χρόνου, όπου το παρελθόν του κόσμου, ζωντανό, γίνεται ένα με το μέλλον.
Πρέπει, όμως, να πούμε ότι αυτοί οι κίνδυνοι παραμονεύουν τον κάθε «νησιώτη». Όταν είσαι στην πόλη και φοράς τις γκέτες σου και φυλάγεσαι απ’ τα τροχοφόρα, με το φόβο του θανάτου στη ραχοκοκαλιά σου, τότε δεν κινδυνεύεις απ’ τον τρόμο της αιωνιότητας. Η στιγμή είναι το νησάκι σου στο χρόνο, είναι το σύμπαν που σε περιβάλλει.
Αλλά, μόλις απομονωθείς σ’ ένα μικρό νησί μέσα στη θάλασσα του χώρου, μόλις η στιγμή αρχίσει να κινείται και ν’ απλώνεται ολόγυρά σου, τότε η γη ανοίγει κατ’ απ’ τα πόδια σου, και η γλιστερή, γυμνή ψυχή σου βρίσκεται ξάφνου σ’ έναν άχρονο κόσμο, όπου τ’ άρματα των –ας το πούμε έτσι- πεθαμένων, των νεκρών, έρχονται κατά πάνω σου απ’ όλες τις διόδους των αιώνων και οι ψυχές συνωστίζονται στα μονοπάτια αυτού που ονομάζουμε «παρελθόν». Οι ψυχές ξαναζωντανεύουν και πάλλονται γύρω σου. Βρίσκεσαι, τότε, στην άλλη αιωνιότητα.
[...]
...τα δέντρα ύψωναν το ανάστημά τους. Είχαν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, όπως οι άνθρωποι...»

Υ.Γ. Ελπιδάκο για χατίρι σου το ανέβασα στις Σταχυολογήσεις, επειδή μου έκανες παράπονα! :P
Υ.Γ. Η νουβέλα "Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα νησιά" ανήκει στη συλλογή "Η αξιαγάπητη Κυρία" του Ντ. Χ. Λόρενς.