Friday, May 3, 2013

Μονόλογος






(το κείμενο το οποίο ακολουθεί εμπνεύστηκε από τις παραπάνω φωτογραφίες...Οπότε μην τις αγνοήσετε...)

Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που μετά από τόσα χρόνια θυμάμαι ακόμη πώς είναι το ανθρώπινο άγγιγμα. Εκείνο όμως το χέρι που με είχε ακουμπήσει εδώ πάνω ήταν τόσο ξεχωριστό που δεν νομίζω όποιον άγγιξε να μπόρεσε να το ξεχάσει ποτέ...: χέρι άγριο από την χειρωνακτική εργασία αλλά και τρυφερό ταυτόχρονα. Χέρι μεγάλο που χανόσουν στην χούφτα του αλλά με άγγιγμα αβέβαιο σα μικρού παιδιού. Χέρι σκληρό σαν του χωρικού αλλά και ευαίσθητο σαν του καλλιτέχνη. Αυτό άλλωστε το ίδιο χέρι είχε φτιάξει και την ζωγραφιά πάνω από το γείσο του τζακιού…

Στην αρχή δεν ένιωθα τόση μοναξιά παρόλο που γύρω μου επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι. Υπήρχαν και άλλα σκεύη γύρω μου. Αργότερα άρχισαν να γκρεμίζονται όλα. Το πιο τρομακτικό ήταν οι άγνωστοι θόρυβοι έξω από το ντουλάπι. Και δεν μιλάω για τους γνώριμους: τις αστραπές, τις βροντές ή τον αέρα. Αυτούς τους ήχους τους ήξερα καλά. Τους είχα αφουγκραστεί και έξω από το ντουλάπι ανάμεσα στα δάκτυλα εκείνου του χεριού. Μιλάω για τους άλλους τους άγνωστους. Αυτούς που έμοιαζαν σαν το σπίτι να γκρεμιζότανε. Πότε περίεργα χρατς σα να ραγίζει το ταβάνι και να ανοίγει στα δύο και πότε γκντουπ σαν να γκρεμιζόταν το σπίτι. Ώσπου το πορτάκι του ντουλαπιού, η πόρτα της φυλακής μου, έπεσε και έτσι το σπίτι πέθανε μπροστά στα μάτια μου...

Τώρα, τόσα χρόνια μετά, νιώθω σα βασιλιάς στο θρόνο του. Παντεπόπτης. Και είναι ώρες ώρες που σκέπτομαι ότι άδικα κατηγορώ εκείνο το χέρι ότι με εγκατέλειψε. Τελικά, μου χάρισε την ελευθερία μου. Γιατί από δω πάνω βλέπω κάθε μέρα τα φυτά να μεγαλώνουν, να μεταλλάσσονται, τα πουλιά που πετάνε και νιώθω τις αλλαγές του καιρού στο γυαλί μου. Και σκέπτομαι, ακόμη, ότι ίσως ο λόγος που έχω μείνει τόσα χρόνια, ακλόνητο, εδώ είναι η τόση αγάπη με την οποία με απόθεσε στο ξύλινο ράφι την τελευταία φορά που με ακούμπησε.

No comments:

Post a Comment