Monday, May 20, 2013

Ο Λουδοβίκος των Ανωγείων και οι ιστορίες του DCV




"Γνώρισα" την Πύλη της Άμμου, πριν από δεκατρία χρόνια σ' ένα νησί. Ομολογώ, ότι οι συνθήκες ήταν οι κατάλληλότερες γι' αυτή την γνωριμία. Σε ένα μπαρ που δεν υπάρχει πια, το ουίσκυ έρεε στα ποτήρια και ξαφνικά οι ροκιές που έπαιζε το μαγαζί σταμάτησαν για να παίξει "Ο Ασημένιος άντρας". Η ζέστη του καλοκαιριού, η μυρωδιά και ο αέρας της θάλασσας και αυτή η νοσταλγική διάθεση στην οποία είχαμε βυθιστεί όσοι είχαμε απομείνει στην μπάρα, ανακατεύτηκαν ξαφνικά με τις φωνές του Μάλαμα, του Παπάζογλου και του Λουδοβίκου των Ανωγείων. Εκείνο το βράδυ, το τραγούδι έπαιξε και ξανάπαιξε πολλές φορές. Κλείσαμε τα μάτια και μπήκαμε και εμείς σε αυτό το ζηλευτό dcv ταξιδεύοντας μέχρι τη Θεσσαλονίκη, η οποία σήμαινε διαφορετικά πράγματα για τον καθένα. Όσο γι' αυτή τη "μοναξιά της δόξας" που υμνείται βρίζοντας όλοι την ένιωσσαν κοντά ή μακριά..



Για αρκετό καιρό από τότε ήμουν πεπεισμένη ότι το τραγούδι λέγεται "Ασημένιος άντρας". Άλλωστε τότε δεν έιχα πρόσβαση στο ίντερνετ για να βρω λεπτομέρειες. Από τότε αναζητούσα να ακούσω το τραγούδι, όποτε μου δινόταν η ευκαιρία. Πολλές φορές, εισπράττοντας περίεργα βλέμματα μιας και λίγοι ήταν αυτοί που καταλάβαιναν ποιο είναι το τραγούδι "Ασημένιος άντρας", που πεισματικά ζητούσα. Ως συνέπεια, όσοι καταλάβαιναν μου γίνονταν αυτοστιγμεί συμπαθείς. Είπαμε, τότε δεν έπαιζε το ίντερνετ, να το "κατεβάσω" και να το ακούω μέχρι να το βαρεθώ. Ευτυχώς.

Και φτάνουμε στο 2013 που σύμπτωση στη σύμπτωση και συγκυρία στη συγκυρία γνωρίζω το Λουδοβίκο των Ανωγείων και πλέον μπορώ να θέσω ατράνταχτα επιχειρήματα σε όσους διατείνονται ότι Λουδοβίκος των Ανωγείων σημαίνει σιγοπριόνισμα των φλεβών και συνειδητή πράξη αυτοκτονίας (προφανώς δεν έχουν παραβρεθεί ποτέ σε live) . Γιατί ο Λουδοβίκος των Ανωγείων δεν είναι μόνο τα μοιρολόγια και οι θλιμμένες ιστορίες αλλά και αστείρευτη πηγή χιούμορ που κάθε του λέξη μπορεί να σε κάνει να δακρύζεις από τα γέλια. Πρόκεται για έναν άνθρωπο που η πιο μικρή λεπτομέρεια θα τον κάνει να φτιάξει την πιο όμορφη ιστορία και που βρίσκει τρόπο να δίνει χρώμα στην καθημερινότητά του, μέρος της οποίας αποτελείς και το dcv του.

Φτάνουμε λοιπόν στο 2013 και μαθαίνω ότι το θρυλικό αυτό dcv που από το 2000 μέχρι σήμερα με ταξίδεψε χιλιάδες φορές δεν είναι απλός στίχος αλλά αυτοκίνητο κανονικό με λαμαρίνες και μηχανή, με λεβιέ ταχυτήτων και καντράν. Που μέχρι σήμερα είναι ζωντανό, κινείται με το χαρακτηριστικό του "βρουμ, βρουμ" και χαρίζει ακόμη ιστορίες γέλιου και σουρρεαλισμού. Μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά μου;


Το βιντεάκι που ακολουθεί φτιάχτηκε με πολλή αγάπη, γέλιο και διάθεση και είναι η αφορμή για να μυηθείτε και εσείς τόσο στο τραγούδι όσο και στις ιστορίες του dcv, οι οποίες δεν αποτελούν φαντασία αλλά πραγματικότητα... Είναι αφορμή για να μάθουμε να δίνουμε και εμείς χρώμα στην καθημερινότητά μας και αφορμή για μένα να συνειδητοποιήσω ότι ό,τι απομυθοποιείται δεν πεθαίνει απαραιτήτως αλλά μερικές φορές σε κάνει να το εκτιμήσεις ακόμη περισσότερο μαθαίνοντας το πώς η πραγματικότητα μπορεί να γίνει μύθος... Όπως λέει και ο Λουδοβίκος: "ένα dcv με φορτωμένο με αξίες ανθρώπων που γράψαν ιστορία και που σιγά σιγά ένας ένας θα κατεβαίνει. Ήδη έχουν κατέβει δύο".


Απολαύστε το!


Μουσική, στίχοι: Λουδοβίκος των Ανωγείων

Θεσσαλονίκη Αθήνα μέσα στο Ντεσεβώ
ο κόσμος ο δικός μου μέσα στο θόρυβο
στην άσφαλτο λακούβες τρύπες στον ουρανό
και πώς να συμβιβάσω το νου με το κενό.

Συνάντησα το Νιόνιο μ’ αρχαίο φορτηγό
όνειρα να φορτώνει από τον Όλυμπο
του Μπακιρτζή τ’ αμόνι άκουσα να χτυπά
της Νίκης τα σπασμένα να φτιάχνει τα φτερά.

Φυλάει ο Λεωνίδας μα όλοι προσπερνούν
στην πύλη με την άμμο βιάζονται να βρεθούν
είδα τον Γκαϊφύλλια σ’ ατέλειωτη εκδρομή
να τρώει το κασέρι με το ξερό ψωμί.

Το κόκκινο φουλάρι μ’ ένα μπλουτζίν παλιό
να στέκει με την πλάτη στην εθνική οδό
κι ο ασημένιος άνδρας με τη βαριά φωνή
της μοναξιάς τη δόξα βρίζοντας να υμνεί.

Ρασούλης ο ακροβάτης με τη λευκή στολή
έχει στα δυο του χέρια νότο κι ανατολή
φυλάει ο Λεωνίδας μα όλοι προσπερνούν
στην πύλη με την άμμο βιάζονται να βρεθούν.

Υ.Γ. Όσο για τον "Ασημένιο άντρα" που μου σύστησε το τραγούδι, αποδείχτηκε ότι είχε βαμμένα μαλλιά αλλά κάθε εμπόδιο για καλό ή αλλιώς: δε γαμιέται...! =)

Υ.Γ.2: Και οι απαραίτητες ευχαριστίες: Ευχαριστώ το Λουδοβίκο που από τότε που έμαθε την αδυναμία μου για το τραγούδι δεν μου το αρνείται, το Μανόλη που χωρίς αυτόν δεν θα είχε υλοποιηθεί ποτέ αυτό το βίντεο, τη Μαρία που χωρίς αυτή όλες οι στιγμές των τελευταίων χρόνων θα είχαν άλλη γεύση και τη Ρόνυ που χωρίς αυτήν δεν θα είχα γνωρίσει όλους τους παραπάνω ή σχεδόν όλους τους παραπανω, τέλος πάντων!!

Friday, May 3, 2013

Μονόλογος






(το κείμενο το οποίο ακολουθεί εμπνεύστηκε από τις παραπάνω φωτογραφίες...Οπότε μην τις αγνοήσετε...)

Μου κάνει μεγάλη εντύπωση που μετά από τόσα χρόνια θυμάμαι ακόμη πώς είναι το ανθρώπινο άγγιγμα. Εκείνο όμως το χέρι που με είχε ακουμπήσει εδώ πάνω ήταν τόσο ξεχωριστό που δεν νομίζω όποιον άγγιξε να μπόρεσε να το ξεχάσει ποτέ...: χέρι άγριο από την χειρωνακτική εργασία αλλά και τρυφερό ταυτόχρονα. Χέρι μεγάλο που χανόσουν στην χούφτα του αλλά με άγγιγμα αβέβαιο σα μικρού παιδιού. Χέρι σκληρό σαν του χωρικού αλλά και ευαίσθητο σαν του καλλιτέχνη. Αυτό άλλωστε το ίδιο χέρι είχε φτιάξει και την ζωγραφιά πάνω από το γείσο του τζακιού…

Στην αρχή δεν ένιωθα τόση μοναξιά παρόλο που γύρω μου επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι. Υπήρχαν και άλλα σκεύη γύρω μου. Αργότερα άρχισαν να γκρεμίζονται όλα. Το πιο τρομακτικό ήταν οι άγνωστοι θόρυβοι έξω από το ντουλάπι. Και δεν μιλάω για τους γνώριμους: τις αστραπές, τις βροντές ή τον αέρα. Αυτούς τους ήχους τους ήξερα καλά. Τους είχα αφουγκραστεί και έξω από το ντουλάπι ανάμεσα στα δάκτυλα εκείνου του χεριού. Μιλάω για τους άλλους τους άγνωστους. Αυτούς που έμοιαζαν σαν το σπίτι να γκρεμιζότανε. Πότε περίεργα χρατς σα να ραγίζει το ταβάνι και να ανοίγει στα δύο και πότε γκντουπ σαν να γκρεμιζόταν το σπίτι. Ώσπου το πορτάκι του ντουλαπιού, η πόρτα της φυλακής μου, έπεσε και έτσι το σπίτι πέθανε μπροστά στα μάτια μου...

Τώρα, τόσα χρόνια μετά, νιώθω σα βασιλιάς στο θρόνο του. Παντεπόπτης. Και είναι ώρες ώρες που σκέπτομαι ότι άδικα κατηγορώ εκείνο το χέρι ότι με εγκατέλειψε. Τελικά, μου χάρισε την ελευθερία μου. Γιατί από δω πάνω βλέπω κάθε μέρα τα φυτά να μεγαλώνουν, να μεταλλάσσονται, τα πουλιά που πετάνε και νιώθω τις αλλαγές του καιρού στο γυαλί μου. Και σκέπτομαι, ακόμη, ότι ίσως ο λόγος που έχω μείνει τόσα χρόνια, ακλόνητο, εδώ είναι η τόση αγάπη με την οποία με απόθεσε στο ξύλινο ράφι την τελευταία φορά που με ακούμπησε.