Wednesday, November 21, 2012

Χρόνης Μίσσιος

Γύρω στο 1999. Μοναστηράκι. Ραντεβού με τη Νατ στο σταθμό. Έχει φτάσει πρώτη. Στα σκαλάκια του τρένου βρίσκει ξεχασμένα; επίτηδες αφημένα εκεί; δύο βιβλία: Το "Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς" και το "Χαμογέλα, ρε... τι σου ζητάνε;". Μου τα δίνει εμένα γιατί αυτή τα έχει ήδη. Θυμάμαι ότι είχα χαρεί πολύ γιατί τότε δεν έπαιζαν πολλά λεφτά για αγορές βιβλίων. Τα διαβάζω μέσα σε 1-2 μέρες και συγκλονίζομαι.

21 Αυγούστου 2010. Καπανδρίτι. Σαββατοκύριακο στο σπίτι του Μίσσιου. Αυτή τη φορά υπεύθυνη γι' αυτό είναι η Αναστασία και η παρέα της με το Στέφανο, τον μπατζανάκη του Μίσσιου. "Μη τολμήσεις να του μιλήσεις στον πληθυντικό", μου είχαν πει. Θα νευριάσει πάρα πολύ. Δεν τόλμησα. Στην αρχή δεν τόλμησα καν να του απευθύνω το λόγο. Σιγά, σιγά όμως ξεθάρρεψα. Βοήθησε σε αυτό και η παρουσία της Ρηνιώς, της γυναίκας του. Ένας από τους πιο γλυκούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Όλα χαμόγελα και αγάπη. Την ένιωθες την αγάπη παντού σε αυτό το σπίτι.

Κι όσο για την γνωριμία με τον Χρόνη... Μόνο απομυθοποίηση δεν επήλθε. Μυθοποίηση θα έλεγα. Κάθε κουβέντα του μου ακουγόταν τόσο μαγική που δεν τολμούσα να απαντήσω γιατί ό,τι κι αν μου 'ρχοταν στο μυαλό να πω μου φάνταζε ανόητο. Όταν κουραζόταν αποχωρούσε από την παρέα χωρίς χαιρετούρες και δικαιολογίες. Άλλες πάλι φορές σηκωνόταν, έμπαινε μέσα, πήγαινε στο γραφείο του, έστριβε τσιγάρο και μας παρακολουθούσε από κει να συζητάμε χωρίς να επεμβαίνει ακόμη κι όταν ακουγόταν η μεγαλύτερη βλακεία. Το παράθυρο βρισκόταν ακριβώς στη μία κορυφή του εξωτερικού τραπεζιού.


Περάσαμε ένα βράδυ με τσίπουρο, λικέρ μαστίχας, μεζέδες, μουσική και γέλια. Και ιστορίες, πολλές ιστορίες. Για την εξορία, την αριστερά, την γνωριμία του με τη Ρηνιώ, την Παγώνα, το Στέφανο, τον πολιτισμό, τα βιβλία του, τα σκυλιά που ήταν η αδυναμία του, το θεό, την κοινωνία: "Να κάνει ένα τακ η γη και να πετάξει από πάνω της όλο τον πολιτισμό".Δεν περίμενα ότι ένα και μόνο βράδυ μπορεί να χωρέσει τόσες ιστορίες...

Μας έλεγε ότι δεν γράφει πια βιβλία γιατί στο τέλος δεν ξέρει πού να πάει τους ήρωες του: "Να τους σκοτώσω; Να τους βάλω σε ένα διαστημόπλοιο και να τους στείλω στο διάστημα; Αυτό μου φαίνεται και το πιο λογικό." Και αν όλοι οι ήρωες του ήταν σαν αυτοί του γερανιού, είχε απόλυτο δίκιο. Δεν χωρούσαν σε αυτό τον κόσμο.

Για το Καπανδρίτι μας έλεγε ότι δεν το θεωρεί απομόνωση αφού με την φαντασία μπορεί να ταξιδεύει και να βρίσκεται παντού: "Όποτε θέλω κάνω ένα τακ και βρίσκομαι στη θάλασσα". Για σένα που το διαβάζεις τώρα αυτό μπορεί να σου φαίνεται "λίγο" αλλά σκέψου ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να ταξιδεύουν πιο αληθινά με την φαντασία τους από μας τους υπόλοιπους.

Το πρωί εκείνης της Κυριακής ξύπνησα με ένα λευκό τριαντάφυλλο σφηνωμένο στο πόμολο της πόρτας, παρόλο που ο καλός μου κοιμόταν δίπλα μου χωρίς να έχει σηκωθεί όλο το βράδυ. Αυτό ήταν έργο του Στέφανου. Βγαίνοντας έξω με υποδέχτηκαν ζεστά χαμόγελα και ελληνικός καφές. Κι ένιωσα τότε ότι έστω και για λίγο έγινα μέλος μιας πολύ διαφορετικής παρέας. Μιας παρέας που είναι πάντα εκεί ο ένας για τον άλλον και που παρόλο που όλοι πέρασαν δια πυρός και σιδήρου, παρόλο που τα ιδανικά για τα οποία βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν αποδείκτηκαν ψεύτικα και τα είδαν να τσαλακώνονται, επιμένουν να παραμένουν ρομαντικοί...

- Χρόνη έχεις το τάπερ; τον ρώτησα την Κυριακή το μεσημέρι.
Ο εαυτός μου στάθηκε απέναντί μου και με άκουγε να ξεστομίζω αυτή τη φράση με το στόμα ανοικτό.

Αποχωριστήκαμε με αγκαλιές και φιλιά και μία υπόσχεση για μια συνέντευξη που δεν έγινε ποτέ.

1 Νοέμβρη 2010. Διαβάζω "Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι". Θυμάμαι παλιότερα τη φίλη μας τη Βασούλα να μας λέει ότι αυτό το βιβλίο της άλλαξε τη ζωή. Το διαβάζω μονορούφι και συνειδητοποιώ ότι είναι το βιβλίο της ζωής μου. Μέχρι που εξαντλήθηκε από τον εκδότη του το χάριζα σε όλους όσους αγαπούσα. Πιστεύω ακόμη ότι αυτό το βιβλίο πρέπει να διαβαστεί από τον καθένα. Δεν κατάφερα να τον ξανασυναντήσω για να του πω το πόσα άλλαξε στη ζωή μου αυτό το βιβλίο. Φυσικά και τώρα το μετανιώνω. Ακριβώς όπως το περιγράφει ο ίδιος στο απόσπασμα που ακολουθεί στο τέλος...

20 Νοέμβρη 2012. Ακούω από το ραδιόφωνο τα λόγια: "πέθανε ο Χρόνης Μίσσιος". Και νιώθω το σύμπαν γύρω μου να καταρρέει. Γιατί όταν φεύγει από τη ζωή ένας άνθρωπος σαν τον Χρόνη Μίσσιο δεν έχει σημασία αν ήταν 82 ή 102 χρονών. Έχει σημασία που ο κόσμος χωρίς αυτόν γίνεται φτωχότερος. Και αν αυτόν τον άνθρωπο τον έχεις γνωρίσει και τον έχεις αγαπήσει αυτή τη φτώχεια την νιώθεις πιο έντονα. Γιατί αλλιώς είναι να αισθάνεσαι ότι είναι εκεί, ζει και αναπνέει εκεί και αλλιώς να ξέρεις ότι δεν υπάρχει πια. Όσο για την ανακοίνωση του ΚΚΕ για το θάνατο του Χρόνη Μίσσιου το μόνο που καταφέρνει είναι να αποδεικνύει το γιατί ο Χρόνης τους είχε σιχαθεί και το πόσο "λίγοι" είναι...

Χτες, στην κηδεία με ενόχλησε που οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι το αντιμετώπιζαν ως κάτι σχεδόν φυσιολογικό, παρόλο που η άλλη μου πλευρά συμφωνούσε μαζί τους. Μόνο οι νεότεροι έμοιαζαν πιο συγκλονισμένοι. Ίσως επειδή δεν τον έζησαν όσο θα ήθελαν, ίσως γιατί παραμένουν ακόμη ρομαντικοί, κάτι που αν ισχύει, είναι πολύ αισιόδοξο...

Το παρακάτω απόσπασμα είναι αυτό που "κυκλοφόρησε" περισσότερο απ' όλα μετά την είδηση του θανάτου του Χρόνη. Όχι άδικα όμως. Άλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας έχει από καιρό δώσει την απάντηση σε όλους εμάς που τώρα στενοχωριόμαστε για τον θάνατό του: "Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: "Χους ει και εις χουν απελεύσει". Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια ..."

"Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ' αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ.

Και μείς τι την κάνουμε, ρε αντί να την ζήσουμε;

Τί την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την...

Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.

Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις;

Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος, πώς να οργανώσεις τα συναισθήματα...

Έτσι, μ'αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες;

'Ολο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ'την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν "αξίες", σαν "ηθική", σαν "πολιτισμό".

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα, να απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας...

Όλα, όλα τα αφήνουμε για το αύριο που δε θα 'ρθει ποτέ...

Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για εμάς... Όμως το αφήσαμε για αύριο...

Για να πάμε που;

Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στο θάνατο, και μεις οι μαλάκες, αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ'τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Ξέρεις γιατι;

Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.

Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμία ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος. Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές απο την ταράτσα για να μην πεθάνει.

Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο. Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει: "Χους ει και εις χουν απελεύσει". Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια ..."


Friday, November 2, 2012

Encardia, η πέτρα που χορεύει




Την πρώτη φορά που είδα την ταινία «Encardia, η πέτρα που χορεύει» δεν ήξερα παρά μονάχα τρία πράγματα: ότι βρισκόμουν στην Κάτω Ιταλία εντελώς αναπάντεχα και κατά τύχη, πραγματοποιώντας ένα όνειρο χρόνων, ότι οι Encardia, ο Άγγελος Κοβότσος, ο σκηνοθέτης της ταινίας και ο Γιώργος Πουλίδης, o παραγωγός, ήταν συνταξιδιώτες μας σε αυτό το ταξίδι και ότι ο χώρος στον οποίο θα προβαλλόταν η ταινία, η κεντρική πλατεία του χωριού Σπέκια, στα πλαίσια του φεστιβάλCinema del reale αποτελούσε από μόνος του σκηνικό ταινίας. Η κατάλληλη ατμόσφαιρα.





52 λεπτά αργότερα (γιατί η πρώτη μύηση ήταν με τη συντομευμένη εκδοχή της ταινίας) ντρεπόμουν να ρουφήξω τη μύτη μου γιατί βρισκόμουν μεταξύ αγνώστων (όχι δηλαδή ότι αν βρισκόμουν μεταξύ γνωστών θα ήταν καλύτερα, αλλά λέμε τώρα) και ευχόμουν να μην ανάψουν σύντομα τα φώτα, να προλάβω να συνέλθω. Η βράβευση της ταινίας που ακολούθησε μετά τη θέαση μου φάνηκε σαν φυσικό επακόλουθο.








Βγαίνοντας από το χώρο της προβολής συνειδητοποιώ ότι περπατώ στους δρόμους που έβλεπα στην ταινία. Και οι Encardia είναι εκεί και παίζουν την μουσική τους.



Δύο παράλληλες ταινίες. Ήθελα να πλησιάσω τον Άγγελο, τον σκηνοθέτη, που ούτε καν είχαμε προλάβει να γνωριστεί, να του εκφράσω το πόσο με είχε συγκλονίσει η ταινία του. Αλλά ό,τι κι αν σκεφτόμουν να του πω μου φαινόταν λίγο μπροστά σε αυτά που είχα νιώσει. Αρκέστηκα μόνο στο να του πω ότι «αν ήταν έτσι τα 50 λεπτά της ταινίας δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα είναι τα 80».
Τη δεύτερη φορά που είδα την ταινία δεν είχαν περάσει καλά καλά 24 ώρες από την προηγούμενη. Βρισκόμασταν στο Corigliano dOtrando, στο αγρόκτημα της οικογένειας Avantaggiato. Κι αν το σκηνικό της πρώτης μέρας ήταν ιδανικό για την προβολή, αυτό εδώ ήταν βγαλμένο από παραμύθι. Το αγρόκτημα δίπλα στις γραμμές του τρένου κι ένα πέτρινο θεατράκι περιτριγυρισμένο από ελιές, κυπαρίσσια και άλογα.











Πέτρα και χώμα. Και σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές της ταινίας, εκεί. Ο Rocco Avantaggiato μας ξενάγησε σε ολόκληρο το αγρόκτημα. Αναγνώριζα σκηνικά από την ταινία κι αναρωτιόμουν αν τα σκυλιά και άλογα που έβλεπα γύρω μου ήταν αυτά που έβλεπα και στην ταινία. Λίγο πριν την προβολή ο παππούς Avantaggiato, ο Giovanni πήρε το ακορντεόν και άρχισε να μας παίζει. Έψαχνα με το βλέμμα μου τριγύρω την γυναίκα του, την Angela μιας και η παρουσία τους στην ταινία ήταν ένα από τα σκηνικά που με είχαν συγκινήσει ιδιαίτερα. Δεν την βρήκα αλλά αργότερα, έχοντας ήδη πιάσει τη θέση μου στο θεατράκι, είδα τους πάντες να καταφτάνουν για την προβολή: το Rocco και τον Giovanni Avantaggiato με την γυναίκα του την Angela, τη Manuela που έμαθε γκρίκο για να καταλαβαίνει τους γονείς της όταν αυτοί λέγανε πράγματα μεταξύ τους που  δεν ήθελαν να ακούει, τη γιαγιά Ndata, την Enza Magnolo και άλλοι που σίγουρα ξεχνάω. Απόλυτο σκοτάδι, μονάχα ο ήχος από τα τριζόνια και η προβολή ξεκινάει. Οι γιαγιάδες που καθόντουσαν μπροστά μου σχολίαζαν τις σκηνές στις οποίες έπαιζαν. Χασκογελάγανε μεταξύ τους ψιθυρίζοντας η μία στο αυτί της άλλης σαν μαθητριούλες. Το τέλος της ταινίας με βρήκε για άλλη μια φορά δακρυσμένη αλλά αυτή τη φορά επειδή μπροστά μου είχαν σηκωθεί πρωταγωνιστές και συντελεστές της ταινίας. Πρωταγωνιστές που δεν ήταν ηθοποιοί άλλα άνθρωποι που με τις ιστορίες τους και τα λόγια τους, πότε γκρίκο, πότε σπασμένα ελληνικά και πότε ιταλικά μου είχαν διηγηθεί την ιστορία μιας γλώσσας που ως τώρα γνώριζα μόνο μέσα από τα τραγούδια των Encardia.



Όλη αυτή η συσσωρευμένη συγκίνηση βγήκε μετά στο γλέντι που ακολούθησε στο αγρόκτημα, με τις ταραντέλες να εναλλάσσονται με καλαματιανό, ταμπορέλα, ακορντεόν, κιθάρες και κρασί και
φαγητό που παράγεται μέσα αγρόκτημα.

Add caption



Θα με περάσετε για τρελή αν σας πω ότι είδα την ταινία τρίτη φορά για τρίτη συνεχόμενη μέρα. Γι’ αυτό δεν θα σας το πω. Η ταινία την επόμενη μέρα προβλήθηκε στη Στερνατία ή αλλιώς στη «χώρα μου», στα γκρίκο.





Πριν την προβολή συναντήσαμε άλλο ένα πρόσωπο της ταινίας, τον ποιητή Gaetano. Επισκεφτήκαμε το σύλλογο «Χώρα μου», ένα σύλλογο για την ελληνική παράδοση και τη γλώσσα.

 

Eκεί ο Gaetano μας απήγγειλε στα γκρίκο κάποια ποιήματά του.








Για άλλη μια φορά ζούσα live ένα σκηνικό από την ταινία. Δεν θα σας πω ότι για άλλη μια φορά συγκινήθηκα γιατί θα καταντήσω γραφική. Κατά τη διάρκεια της προβολής, ηλικιωμένοι άνθρωποι που μιλάνε γκρίκο με πλησιάζουν. Μου μιλάνε, με ρωτάνε αν καταλαβαίνω και με κάνουν να νιώσω την ανάγκη που έχουν να μιλήσουν αυτή τη γλώσσα. Μου φέρνουν αγκαλιά τα εγγόνια τους και τα βάζουν να μου λένε τις σκόρπιες λέξεις που τους έχουν μάθει: «φέγγο», «αγέρα», «μαντία». Μετά την προβολή ακολουθεί συναυλία την Encardia μαζί με το συκγρότημα “Asteria”.





Ο Γιώργος Πουλίδης και ο Άγγελος Κοβότσος όλες αυτές τις μέρες τραβάνε συνεχώς πλάνα. Σαν να ετοιμάζουν μια δεύτερη ταινία…


Την τέταρτη φορά που είδα την ταινία ήταν σαν το παζλ να είχε ολοκληρωθεί. Είχαμε πλέον επισκεφτεί σχεδόν όλα τα χωριά και τα μέρη στα οποία γυρίστηκε και στο χωριό Καλημέρα



βρίσκονται ο Franco Corliano και Roberto ο Licci με την αδερφή του την Francesca. Ο Corliano είναι ο στιχουργός και συνθέτης του τραγουδιού Andra mu paei που πρωτατραγουδήθηκε από την Francesca Licci και αργότερα από την Φαραντούρη.



Αν πρώτα έχεις δει τον Corliano να διηγείται το πώς γράφτηκαν οι στίχοι του τραγουδιού “andra mu paei”, το να τον βλέπεις να ανεβαίνει στην σκηνή μαζί με τον Roberto και την Francesca Licci για να το τραγουδήσουν όλοι μαζί εκτός από ιστορική στιγμή είναι και μία στιγμή που σου γεννάει χιλιάδες συναισθήματα. Ξέρω ότι πλέον δεν πρόκειται να ξανακούσω αυτό το τραγούδι με τον ίδιο τρόπο που το άκουγα παλιά. Και μπορεί λόγω του ρεφρέν να επικράτησε ο τίτλος “andra mu paei” αλλά ο πρώτος τίτλος του τραγουδιού, “Klama” είναι αυτός που πραγματικά του ταιριάζει. Κλάμα.



Την πέμπτη φορά που είδα την ταινία ήταν χτες στη πρεμιέρα της ταινίας στη Ταινιοθήκη Αθηνών. Και ήταν σα να την έβλεπα για πρώτη φορά. Γιατί όλες τις προηγούμενες φορές δεν την είχα δει. Την είχα ζήσει.

Το μόνο που απομένει λοιπόν είναι ένα τεράστιο ευχαριστώ στον Άγγελο Κοβότσο, στο Γιώργο Πουλίδη και τους Encardia που μου έδωσαν την ευκαιρία να ζήσω όλα τα παραπάνω κι ακόμα περισσότερα, να μάθω για τα γκρίκο, για τους ανθρώπους που τα μιλούν, για την παράδοση της Κάτω Ιταλίας, για την ταραντέλα αλλά κυρίως που μου θύμισαν πώς είναι να συγκινείσαι κάθε μέρα και όχι μια φορά στο τόσο.

Όλοι οι υπόλοιποι δεν έχετε παρά να πάτε να δείτε την
ταινία. θα προβάλεται καθημερινά στον κινηματογράφο ΛΑΪΣ-ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
(Ιερά Οδός 48)
Ώρες προβολών: 6.30μμ, 8.15μμ, 10.15μμ
Σάββατο & Κυριακή: 5.00μμ, 6.30μμ, 8.15μμ, 10.15μμ
Τιμή εισιτηρίου:   7
ευρώ, 4 ευρώ για άνω 65, φοιτητές, ανέργουςΣάββατο & Κυριακή 5 ευρώ για τη
προβολή των 5.00μμ